αψώνιστος

αψώνιστος
η , ο
1) некупленный;

έχω αψώνιστο ακόμα το λάδι — я ещё не купил масла;

2) не сделавший покупки;

είμαι αψώνιστος ακόμα — я ещё не сделал покупки;

3) не нашедшая клиента (о проститутке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αψώνιστος" в других словарях:

  • αψώνιστος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος που δεν ψωνίστηκε, δεν αγοράστηκε: Η ώρα περνούσε κι είχε αψώνιστα πολλά πράγματα. 2. αυτός που δεν ψώνισε: Τα μαγαζιά θα κλειναν κι εκείνος ήταν αψώνιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψώνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν ψωνίστηκε, που δεν αγοράστηκε 2. εκείνος που δεν ψώνισε, που δεν αγόρασε ψώνια 3. (για πόρνη) αυτή που δεν βρήκε πελάτη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»